υπερκαίω

υπερκαίω
Α
1. (για τον ήλιο) καίω πολύ, εκπέμπω πολύ μεγάλη θερμότητα
2. (για τόπο) έχω πολύ θερμό κλίμα
3. μτφ. φλέγομαι από έντονο πάθος ή από ζωηρό συναίσθημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑπερκαίω — ὑπέρ καίω kindle aor subj pass 1st sg (doric) ὑπέρ καίω kindle pres subj act 1st sg ὑπέρ καίω kindle pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… …   Dictionary of Greek

  • υπέρκαυμα — αύματος, τὸ, Μ [ὑπερκαίω] υπερβολικό καύμα, υπέρμετρος καύσωνας …   Dictionary of Greek

  • υπέρκαυσις — αύσεως, ἡ, Α [ὑπερκαίω] ιατρ. υπερβολική, υπέρμετρη δραστικότητα («ὑπέρκαυσις τοῡ ἰοῡ», Φιλούμ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”